κυπρινίδες

κυπρινίδες
(cyprinidae). Σημαντική οικογένεια ψαριών της τάξης των κυπρινομόρφων, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 2.000 είδη του γλυκού νερού. Τα ψάρια αυτά ζουν στις λίμνες, στα τέλματα και στους ποταμούς της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας. Τα περισσότερα από αυτά έχουν μικρό μέγεθος, από 12 έως 30 εκ., αν και υπάρχουν μεγαλύτεροι (μέχρι 3 μ. το Catlocarpio siamensis) ή μικρότεροι αντιπρόσωποι (πολλά είδη κάτω από 5 εκ.). Πρόκειται για ψάρια με σώμα συνήθως σκεπασμένο με μέτρια ή μεγάλα λέπια. Οι ακτίνες των πτερυγίων τους είναι μαλακές και όχι σαν αγκάθια, ενώ μπροστά από την ουρά τους δεν διαθέτουν το λιπώδες πτερύγιο των άλλων ψαριών. Τα ψάρια αυτά αντί για δόντια φέρουν 1-3 σειρές φαρυγγικών δοντιών, κάθε σειρά με μέγιστο αριθμό 8 δοντιών, τα οποία είναι προεξοχές των οστέινων τόξων που στηρίζουν τα βράγχιά τους. Οι προεξοχές αυτές μέσα στον φάρυγγα χρησιμεύουν για τη σύνθλιψη των φυτών και των μικρών κοχυλιών με τα οποία τρέφονται. Το στόμα φέρει λεπτά χείλη και μερικές φορές μπορεί να είναι μυζητικό. Οι μύστακες μπορεί να απουσιάζουν ή να είναι παρόντες, ενώ η άνω σιαγόνα είναι συνήθως προεξέχουσα. Το ραχιαίο πτερύγιο έχει ακανθόμορφες ακτίνες σε ορισμένα είδη. Οι κ. είναι παμφάγα ψάρια και παρουσιάζουν μεγάλη γονιμότητα. Ο κυπρίνος, που κατά την αρχαιότητα ήταν αφιερωμένος στη θεά Αφροδίτη, γεννάει μέχρι 150.000 αβγά για κάθε κιλό βάρους του. Σε ορισμένα είδη το αρσενικό προστατεύει τα αβγά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαβαιός — (Labeo). Γένος ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία κυπρίνοι. Είναι ψάρια μέτριου ή μικρού μεγέθους, με χοντρό και σαρκώδες ρύγχος, το οποίο εξέχει σχηματίζοντας χείλη με τρεις …   Dictionary of Greek

  • νωτεμίγονος — ο ζωολ. γένος κυπρινόμορφων οστεοϊχθύων τής οικογένειας κυπρινίδες …   Dictionary of Greek

  • ρόδεος — (I) ο, Ν ζωολ. γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών τής κεντρικής και νότιας Ευρώπης, τής οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη… …   Dictionary of Greek

  • τίνκα — η, Ν ζωολ. το είδος ψαριού τών γλυκών νερών Tinea tinca τής οικογένειας κυπρινίδες, κν. γλήνι και γληνάρι …   Dictionary of Greek

  • τσιρόνι — και τσιρώνι, το, Ν ζωολ. 1. κοινή ονομασία μικρού περκόμορφου ψαριού τών γλυκών νερών Rutilus rutilus τής οικογένειας κυπρινίδες, το οποίο, καταχρηστικώς, ονομάζεται και πλατίτσα 2. (καταχρ.) κοινή ονομασία τού μικρόσωμου ψαριού αλβούρνος, που… …   Dictionary of Greek

  • τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… …   Dictionary of Greek

  • φοξίνος — ο / φοξῑνος, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μικρόσωμων ψαριών τού γλυκού νερού που ανήκει στην οικογένεια κυπρινίδες και είναι, σήμερα, γνωστό και με την κοινή ονομασία τσίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» +… …   Dictionary of Greek

  • χονδρόστομος — ο, Ν ζωολ. γένος τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας κυπρινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chondrostoma] …   Dictionary of Greek

  • κοβιτίδες — (cobitidae). Οικογένεια ψαριών του γλυκού νερού που περιλαμβάνει περισσότερα από 110 είδη, τα οποία μοιάζουν με τους κυπρινίδες· συναντώνται στην Ευρώπη, στην Ασία και στο Μαρόκο. Πρόκειται για βενθικούς οργανισμούς, μεγέθους μέχρι 40 εκ., που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”